- μεταξυλογίᾳ
- μεταξυλογίᾱͅ , μεταξυλογίαuse of digressionsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταξυλογία — μεταξυλογίᾱ , μεταξυλογία use of digressions fem nom/voc/acc dual μεταξυλογίᾱ , μεταξυλογία use of digressions fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογία — μεταξυλογία, ἡ (ΑΜ) απομάκρυνση από το θέμα και επάνοδος σε αυτό, παρεμβολή στον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταξύ + λογία* πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *μεταξυλόγος] … Dictionary of Greek
μεταξυλογίας — μεταξυλογίᾱς , μεταξυλογία use of digressions fem acc pl μεταξυλογίᾱς , μεταξυλογία use of digressions fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογίαι — μεταξυλογίᾱͅ , μεταξυλογία use of digressions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογίαν — μεταξυλογίᾱν , μεταξυλογία use of digressions fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξυλογίαις — μεταξυλογία use of digressions fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek